- υφαλοδείχτης
- οσημαντήρας που δείχνει στους ναυτιλλομένους ότι από κάτω του υπάρχει ύφαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υφαλοδείκτης — και υφαλοδείχτης, ο, Ν φωτεινός σημαντήρας που επισημαίνει τη θέση ενός υφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + δείκτης] … Dictionary of Greek